- κατάχαμα
- επίρρ. τοπ., κάτω στο έδαφος ή στο δάπεδο: Έπεσε κατάχαμα κι έκανε τον πεθαμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάχαμα — (Μ κατάχαμα) επίρρ. εντελώς χάμω, απευθείας πάνω στο έδαφος ή στο δάπεδο, καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χαμαί] … Dictionary of Greek
γηλεχής — γηλεχής, ές (Α) αυτός που κοιμάται κατάχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + λεχής < λέχος «στρώμα, κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταγής — επίρρ. στο έδαφος, πάνω στο χώμα, κατάχαμα («κοιμάται καταγής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γῆς] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek